- πειθανάγκη
- πειθανάγκηcompulsion under the disguise of persuasionfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειθανάγκῃ — πειθανάγκη compulsion under the disguise of persuasion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθανάγκη — ἡ, ΜΑ 1. πειθώ που επιτυγχάνεται με άσκηση βίας ή απειλών, βία με το πρόσχημα πειθούς ή παράκλησης, πειθαναγκασμός («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», Πολ.) 2. παροιμ. «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον παροιμία ἣν ἔνιοι πειθανάγκη ν… … Dictionary of Greek
πειθανάγκαις — πειθανάγκη compulsion under the disguise of persuasion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθανάγκην — πειθανάγκη compulsion under the disguise of persuasion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθανάγκης — πειθανάγκη compulsion under the disguise of persuasion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθανάγκας — πειθανάγκᾱς , πειθανάγκη compulsion under the disguise of persuasion fem acc pl πειθανάγκᾱς , πειθανάγκη compulsion under the disguise of persuasion fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πειθαναγκάζω — Ν αναγκάζω κάποιον να πεισθεί παρά τη θέλησή του, πείθω κάποιον να υπακούσει, να συμφωνήσει μαζί μου είτε με υλική βία είτε με ψυχολογική βία και απειλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πειθανάγκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Χρ. Περραιβό] … Dictionary of Greek